Greek Meaning of consequent
Αποτέλεσμα
Other Greek words related to Αποτέλεσμα
- πλανερός
- νόθος
- παράλογος
- ασυνεπής
- Ασυνέπεια
- Ασημαντος
- άκυρος
- παράλογος
- Παραπλανητικό
- σοφιστικός
- φαινομενικός
- παράλογος
- προβληματικός
- Αδύναμος
- παράλογο
- καζουιστική
- καζουιστικός
- τρελός
- εριστικός
- εριστικό
- τρελός
- τρελός
- ανοησία
- γελοίο
- εκλεπτυσμένος
- απρόσεκτος
- Ασαφής
- μη επιστημονικός
- στραβός
- μισοβρασμένο
- ανοησυ
- τρελός
- τρελός
- ανόητος
- μη πειστικός
- ασθενής
- Τρελός
- απλοϊκός
Nearest Words of consequent
- consequential => συνεπακόλουθος
- consequentially => κατ' επέκταση
- consequently => ως εκ τούτου
- conservancy => Προστασία της φύσης
- conservation => προστασία
- conservation of charge => Νόμος διατήρησης του φορτίου
- conservation of electricity => Εξοικονόμηση ενέργειας
- conservation of energy => Διατήρηση ενέργειας
- conservation of mass => Διατήρηση της μάζας
- conservation of matter => Νόμος διατήρησης της ύλης
Definitions and Meaning of consequent in English
consequent (s)
occurring with or following as a consequence
FAQs About the word consequent
Αποτέλεσμα
occurring with or following as a consequence
συνεκτικός,καλός,λογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,έγκυρος,αναλυτικός,Αναλυτικός,γνωστικός
πλανερός,νόθος,παράλογος,ασυνεπής,Ασυνέπεια,Ασημαντος,άκυρος,παράλογος,Παραπλανητικό,σοφιστικός
consequence => συνέπεια, consenting => συγκαταθέτοντας, consentient => συγκαταθετικός, consentaneous => συγκαταθετικός, consent decree => Διάταγμα συναίνεσης,