Greek Meaning of consequent

Αποτέλεσμα

Other Greek words related to Αποτέλεσμα

Definitions and Meaning of consequent in English

Wordnet

consequent (s)

occurring with or following as a consequence

FAQs About the word consequent

Αποτέλεσμα

occurring with or following as a consequence

συνεκτικός,καλός,λογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,έγκυρος,αναλυτικός,Αναλυτικός,γνωστικός

πλανερός,νόθος,παράλογος,ασυνεπής,Ασυνέπεια,Ασημαντος,άκυρος,παράλογος,Παραπλανητικό,σοφιστικός

consequence => συνέπεια, consenting => συγκαταθέτοντας, consentient => συγκαταθετικός, consentaneous => συγκαταθετικός, consent decree => Διάταγμα συναίνεσης,