Greek Meaning of casuistic
καζουιστική
Other Greek words related to καζουιστική
- πλανερός
- παράλογος
- ασυνεπής
- παράλογος
- Παραπλανητικό
- εκλεπτυσμένος
- σοφιστικός
- φαινομενικός
- παράλογο
- εριστικός
- εριστικό
- νόθος
- Ασυνέπεια
- Ασημαντος
- άκυρος
- ανοησία
- Ασαφής
- παράλογος
- μη επιστημονικός
- προβληματικός
- Αδύναμος
- στραβός
- τρελός
- μισοβρασμένο
- ανοησυ
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- γελοίο
- ανόητος
- απρόσεκτος
- μη πειστικός
- ασθενής
- Τρελός
- απλοϊκός
- μη πειστικός
Nearest Words of casuistic
- casuist => Σοφιστής
- casuarius => Κασουάριος
- casuarinales => Καζουαρίνες
- casuarinaceae => Κασουαρινοειδή
- casuarina equisetfolia => Καζουαρίνα
- casuarina => Κασουαρίνα
- casuariiformes => Καζουαριόμορφα
- casuaridae => Καζουάριος
- casualty care research center => Κέντρο Έρευνας Φροντίδας Θυμάτων
- casualty => θύμα
Definitions and Meaning of casuistic in English
casuistic (a)
of or relating to or practicing casuistry
of or relating to the use of ethical principles to resolve moral problems
casuistic (a.)
Alt. of Casuistieal
FAQs About the word casuistic
καζουιστική
of or relating to or practicing casuistry, of or relating to the use of ethical principles to resolve moral problemsAlt. of Casuistieal
πλανερός,παράλογος,ασυνεπής,παράλογος,Παραπλανητικό,εκλεπτυσμένος,σοφιστικός,φαινομενικός,παράλογο,εριστικός
αναλυτικός,Αναλυτικός,συνεκτικός,Αποτέλεσμα,καλός,λογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,ήχος
casuist => Σοφιστής, casuarius => Κασουάριος, casuarinales => Καζουαρίνες, casuarinaceae => Κασουαρινοειδή, casuarina equisetfolia => Καζουαρίνα,