Greek Meaning of cognitive
γνωστικός
Other Greek words related to γνωστικός
- καζουιστική
- καζουιστικός
- πλανερός
- τρελός
- Παραπλανητικό
- εκλεπτυσμένος
- σοφιστικός
- φαινομενικός
- Ασαφής
- μη επιστημονικός
- παράλογο
- στραβός
- τρελός
- εριστικός
- εριστικό
- ανοησυ
- παράλογος
- ασυνεπής
- παράλογος
- τρελός
- τρελός
- ανοησία
- τρελός
- γελοίο
- ανόητος
- απρόσεκτος
- μη πειστικός
- παράλογος
- Αδύναμος
- Τρελός
- απλοϊκός
- μισοβρασμένο
- νόθος
- Ασυνέπεια
- Ασημαντος
- άκυρος
- τρελός
- προβληματικός
- ασθενής
- μη πειστικός
Nearest Words of cognitive
- cognitive content => Γνωστικό περιεχόμενο
- cognitive factor => γνωστικός παράγοντας
- cognitive neuroscience => Γνωστική νευροεπιστήμη
- cognitive operation => Γνωστική λειτουργία
- cognitive process => γνωστική διαδικασία
- cognitive psychology => Γνωστική ψυχολογία
- cognitive science => Γνωστική επιστήμη
- cognitive scientist => Γνωστικός επιστήμονας
- cognitive semantics => Γνωστική σημασιολογία
- cognitive state => Γνωστική κατάσταση
Definitions and Meaning of cognitive in English
cognitive (a)
of or being or relating to or involving cognition
cognitive (a.)
Knowing, or apprehending by the understanding; as, cognitive power.
FAQs About the word cognitive
γνωστικός
of or being or relating to or involving cognitionKnowing, or apprehending by the understanding; as, cognitive power.
αναλυτικός,Αναλυτικός,εμπειρικός,καλός,λογικός,συνεκτικός,Αποτέλεσμα,αμυντικός,εμπειρικός,λογικός
καζουιστική,καζουιστικός,πλανερός,τρελός,Παραπλανητικό,εκλεπτυσμένος,σοφιστικός,φαινομενικός,Ασαφής,μη επιστημονικός
cognition => Γνώση, cognisor => αναγνωρίζων, cognisee => αναγνώστης, cognise => γνωρίζω, cognisant => ενήμερος,