Greek Meaning of cognition
Γνώση
Other Greek words related to Γνώση
- έννοια
- σύλληψη
- διάνοια
- παρατήρηση
- αντίληψη
- αντανάκλαση
- σκέψη
- αφαίρεση
- πίστη
- στοχασμός
- πεποίθηση
- ιδέα
- εικόνα
- εντύπωση
- προκατάληψη
- ανησυχία
- υπόθεση
- Εγκεφαλικό κύμα
- ιδιοτροπία
- χίμαιρα
- εγωισμός
- Συμπέρασμα
- εικασία
- Παραίσθηση
- φανταχτερός
- φάντασμα
- τέρας
- μαντεύω
- ψευδαίσθηση
- Υπόθεση
- ψευδαίσθηση
- κόμπος
- μάτι του μυαλού
- έννοια
- Φάντασμα
- εικόνα
- προεμμηνοπαυσιακός
- προαίσθημα
- προκατάληψη
- προαίσθημα
- Εικασίες
- υπόθεση
- υποθέτω
- Θεωρία
- ιδιοτροπία
- ιδιοτροπία
Nearest Words of cognition
- cognitive => γνωστικός
- cognitive content => Γνωστικό περιεχόμενο
- cognitive factor => γνωστικός παράγοντας
- cognitive neuroscience => Γνωστική νευροεπιστήμη
- cognitive operation => Γνωστική λειτουργία
- cognitive process => γνωστική διαδικασία
- cognitive psychology => Γνωστική ψυχολογία
- cognitive science => Γνωστική επιστήμη
- cognitive scientist => Γνωστικός επιστήμονας
- cognitive semantics => Γνωστική σημασιολογία
Definitions and Meaning of cognition in English
cognition (n)
the psychological result of perception and learning and reasoning
cognition (v. t.)
The act of knowing; knowledge; perception.
That which is known.
FAQs About the word cognition
Γνώση
the psychological result of perception and learning and reasoningThe act of knowing; knowledge; perception., That which is known.
έννοια,σύλληψη,διάνοια,παρατήρηση,αντίληψη,αντανάκλαση,σκέψη,αφαίρεση,πίστη,στοχασμός
No antonyms found.
cognisor => αναγνωρίζων, cognisee => αναγνώστης, cognise => γνωρίζω, cognisant => ενήμερος, cognisance => Γνώση,