Greek Meaning of cogitation
στοχασμός
Other Greek words related to στοχασμός
- έννοια
- σύλληψη
- ιδέα
- εντύπωση
- έννοια
- σκέψη
- αφαίρεση
- εικόνα
- διάνοια
- παρατήρηση
- αντίληψη
- εικόνα
- αντανάκλαση
- ανησυχία
- υπόθεση
- πίστη
- Εγκεφαλικό κύμα
- Καταιγισμός ιδεών
- ιδιοτροπία
- χίμαιρα
- Γνώση
- εγωισμός
- Συμπέρασμα
- εικασία
- πεποίθηση
- Παραίσθηση
- φανταχτερός
- φάντασμα
- μαντεύω
- ψευδαίσθηση
- διαίσθηση
- Υπόθεση
- ψευδαίσθηση
- έμπνευση
- κόμπος
- μάτι του μυαλού
- Φάντασμα
- προεμμηνοπαυσιακός
- προκατάληψη
- προαίσθημα
- προκατάληψη
- προαίσθημα
- Εικασίες
- υπόθεση
- υποθέτω
- Θεωρία
- ιδιοτροπία
- ιδιοτροπία
Nearest Words of cogitation
Definitions and Meaning of cogitation in English
cogitation (n)
a carefully considered thought about something
attentive consideration and meditation
cogitation (n.)
The act of thinking; thought; meditation; contemplation.
FAQs About the word cogitation
στοχασμός
a carefully considered thought about something, attentive consideration and meditationThe act of thinking; thought; meditation; contemplation.
έννοια,σύλληψη,ιδέα,εντύπωση,έννοια,σκέψη,αφαίρεση,εικόνα,διάνοια,παρατήρηση
γεγονός,πραγματικότητα,πραγματικότητα
cogitating => Σκεπτόμενος, cogitated => σκέφτηκε, cogitate => σκέφτομαι, cogitabund => στοχαστικός, cogitable => εννοήσιμος,