Greek Meaning of prepossession

προκατάληψη

Other Greek words related to προκατάληψη

Definitions and Meaning of prepossession in English

Wordnet

prepossession (n)

the condition of being prepossessed

an opinion formed beforehand without adequate evidence

FAQs About the word prepossession

προκατάληψη

the condition of being prepossessed, an opinion formed beforehand without adequate evidence

υπόθεση,Θεωρία,Προκατάληψη,σύλληψη,Υπόθεση,προεμμηνοπαυσιακός,προκατάληψη,προκατάληψη,υπόθεση,Εικασίες

Απόσπαση,Αμεροληψία,Ο ουδετερότητα,αντικειμενικότητα,Ανοιχτό μυαλό,αμεροληψία

prepossessing => ελκυστικός, prepossess => προκαταλαμβάνω, prepositionally => Προθετικά, prepositional phrase => Προθετική φράση, prepositional object => Αντικείμενο πρόθεσης,