Greek Meaning of presumption
υπόθεση
Other Greek words related to υπόθεση
- αλαζονεία
- διαβεβαίωση
- τόλμη
- εμπιστοσύνη
- χολή
- νεύρο
- αυθάδεια
- θράσος
- θράσος
- ορείχαλκος
- θράσος
- Θράσος
- θράσος
- Θράσος
- θράσος
- Αλαζονεία
- Φλούδα
- Ασεβεια
- θράσος
- Πρόσωπο
- θράσος
- υπερβολική αυτοπεποίθηση
- θράσος
- αιμομιξία
- σάλτσα
- θράσος
- αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- θρασύτητα
- χουτσπά
- νευρικότητα
- Μιλάω με θράσος
- Ανδρεία
- θράσος
- Αγενεια
- Θράσος
- αγένεια
- απροσεξία
- απρονοησία
- Θράσσος
- αγένεια
- θράσος
- αλαζονεία
- θόρυβος
- αγνωμοσύνη
- αγένεια
Nearest Words of presumption
Definitions and Meaning of presumption in English
presumption (n)
an assumption that is taken for granted
(law) an inference of the truth of a fact from other facts proved or admitted or judicially noticed
audacious (even arrogant) behavior that you have no right to
a kind of discourtesy in the form of an act of presuming
FAQs About the word presumption
υπόθεση
an assumption that is taken for granted, (law) an inference of the truth of a fact from other facts proved or admitted or judicially noticed, audacious (even ar
αλαζονεία,διαβεβαίωση,τόλμη,εμπιστοσύνη,χολή,νεύρο,αυθάδεια,θράσος,θράσος,ορείχαλκος
ντροπαλότητα,δυσπιστία,δισταγμός,σεμνότητα,δειλία,Δειλία,Ευγένεια,ευγένεια,δειλία,ευγένεια
presume => υποθέτω, presumably => πιθανώς, presumable => υποτίθεται, presto => γρήγορα, prestissimo => πολύ γρήγορα,