Greek Meaning of cheekiness
θράσος
Other Greek words related to θράσος
- αλαζονεία
- θράσος
- τόλμη
- θράσος
- Θράσος
- εμπιστοσύνη
- χολή
- νεύρο
- θράσος
- θράσος
- διαβεβαίωση
- ορείχαλκος
- θράσος
- Θράσος
- θράσος
- Αλαζονεία
- Φλούδα
- θράσος
- Πρόσωπο
- θράσος
- υπόθεση
- αυθάδεια
- σάλτσα
- θρασύτητα
- νευρικότητα
- Μιλάω με θράσος
- Ασεβεια
- Ανδρεία
- θράσος
- Αγενεια
- Θράσος
- αγένεια
- απροσεξία
- απρονοησία
- Θράσσος
- υπερβολική αυτοπεποίθηση
- αγένεια
- αιμομιξία
- θράσος
- αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- αλαζονεία
- θόρυβος
- αγνωμοσύνη
- αγένεια
- χουτσπά
Nearest Words of cheekiness
Definitions and Meaning of cheekiness in English
cheekiness (n)
the trait of being rude and impertinent; inclined to take liberties
FAQs About the word cheekiness
θράσος
the trait of being rude and impertinent; inclined to take liberties
αλαζονεία,θράσος,τόλμη,θράσος,Θράσος,εμπιστοσύνη,χολή,νεύρο,θράσος,θράσος
ντροπαλότητα,δυσπιστία,δισταγμός,Τρόποι,σεμνότητα,δειλία,Δειλία,Ευγένεια,ευγένεια,δειλία
cheekily => θρασύτατα, cheeked => παχουλά μάγουλα, cheekbone => Ζυγωματικό, cheek pouch => Μάγουλο, cheek muscle => Μασητήριος μυς,