Greek Meaning of timidness
ντροπαλότητα
Other Greek words related to ντροπαλότητα
- διαβεβαίωση
- τόλμη
- τόλμη
- εμπιστοσύνη
- σπλάχνα
- νεύρο
- αυτοπεποίθηση
- θράσος
- σπονδυλική στήλη
- ανδρεία
- Ψυχραιμία
- ψυχρότητα
- Θάρρος
- Τολμηρός
- αποφασιστικότητα
- Αποφασιστικότητα
- ανδρεία
- ίνα
- Στερεότητα
- ανδρεία
- Ανδρεία
- χαλίκι
- Τόλμη
- Απροσεξία
- Θάρρος
- Μέταλλο
- αδιαφορία
- αποφασιστικότητα
- ψήφισμα
- Αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- ορμή
- αδιαφορία
- όρχεις
- Θράσος
- θάρρος
- Ανδρεία
- θράσος
- χολή
- Θάρρος
- θρασύτητα
- Ανδρεία
- ανδρεία
Nearest Words of timidness
Definitions and Meaning of timidness in English
timidness (n)
fear of the unknown or unfamiliar or fear of making decisions
FAQs About the word timidness
ντροπαλότητα
fear of the unknown or unfamiliar or fear of making decisions
άγχος,ανησυχία,φόβος,δισταγμός,Δειλία,ανησυχία,ανησυχία,ντροπαλότητα,Ντροπή,δειλία
διαβεβαίωση,τόλμη,τόλμη,εμπιστοσύνη,σπλάχνα,νεύρο,αυτοπεποίθηση,θράσος,σπονδυλική στήλη,ανδρεία
timidly => δειλά, timidity => Δειλία, timid => ντροπαλός, timgad => Τιμγκάντ, timeworn => παλιός,