Greek Meaning of timeworn

παλιός

Other Greek words related to παλιός

Definitions and Meaning of timeworn in English

Wordnet

timeworn (s)

repeated too often; overfamiliar through overuse

FAQs About the word timeworn

παλιός

repeated too often; overfamiliar through overuse

ερειπωμένος,παραμελημένος,εγκαταλελειμμένος,σπασμένο,έρημος,γαϊδουρόαυτη,κοντόχοντρος,γκράντζι,ψωραλέος,σκοροφαγωμένος

ολοκαίνουργιο,φρέσκος,νέος,διατηρήθηκε,συντηρημένο,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ανακατασκευασμένος,φροντισμένοι,έξυπνος

timework => χρονομέτρηση, time-tested => δοκιμασμένο από το χρόνο, time-table => Πρόγραμμα (programma), timetable => Πρόγραμμα, time-switch => χρονοδιακόπτης,