Greek Meaning of timeworn
παλιός
Other Greek words related to παλιός
- ερειπωμένος
- παραμελημένος
- εγκαταλελειμμένος
- σπασμένο
- έρημος
- γαϊδουρόαυτη
- κοντόχοντρος
- γκράντζι
- ψωραλέος
- σκοροφαγωμένος
- κουρελιασμένος
- φθαρμένος
- ερειπωμένος
- τριβή
- ατημέλητος
- ξεπεσμένος
- φθαρμένος
- ύπουλος
- κολλώδης
- κουρελιασμένος
- φθαρμένος
- φθαρμένος
- κουρασμένος
- ατημέλητος
- κατεστραμμένος
- φτωχός
- Πήγε στον σπόρο
- ερειπωμένος
- αγκαθωτός
- σπασμένος
- κατεστραμμένος
- σαπισμένο
- ετοιμόρροπος
- κατεστραμμένος
- επιδεινωμένο
- Επιδεινούμενος
- μουντός
- εγκαταλελειμμένος
- ξεχασμένος από το θεό
- τραυματισμένος
- μέση τιμή
- θορυβώδης
- ετοιμόρροπο
- τρεμάμενος
- κατεστραμμένος
- κουρελιασμένος
- απεριποίητος
- Φθαρμένος
- βυθισμένο
- βομβαρδισμένο
- φθαρμένος
Nearest Words of timeworn
- timework => χρονομέτρηση
- time-tested => δοκιμασμένο από το χρόνο
- time-table => Πρόγραμμα (programma)
- timetable => Πρόγραμμα
- time-switch => χρονοδιακόπτης
- timeserving => καιροσκοπισμός
- timeserver => Χαριεντιστής
- time-scale factor => παράγοντας χρονικής κλίμακας
- timesaving => ταχυτής
- times square => Τάιμς Σκουέρ
Definitions and Meaning of timeworn in English
timeworn (s)
repeated too often; overfamiliar through overuse
FAQs About the word timeworn
παλιός
repeated too often; overfamiliar through overuse
ερειπωμένος,παραμελημένος,εγκαταλελειμμένος,σπασμένο,έρημος,γαϊδουρόαυτη,κοντόχοντρος,γκράντζι,ψωραλέος,σκοροφαγωμένος
ολοκαίνουργιο,φρέσκος,νέος,διατηρήθηκε,συντηρημένο,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ανακατασκευασμένος,φροντισμένοι,έξυπνος
timework => χρονομέτρηση, time-tested => δοκιμασμένο από το χρόνο, time-table => Πρόγραμμα (programma), timetable => Πρόγραμμα, time-switch => χρονοδιακόπτης,