Greek Meaning of reconstructed

ανακατασκευασμένος

Other Greek words related to ανακατασκευασμένος

Definitions and Meaning of reconstructed in English

Wordnet

reconstructed (a)

adapted to social or economic change

FAQs About the word reconstructed

ανακατασκευασμένος

adapted to social or economic change

σταθερός,γιατρεύτηκε,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ξαναχτίστηκε,επισκευάστηκε,άθραυστος,άφθαρτος

σπασμένο,συλληφθεί,εξερράγη,ραγισμένο,αποσπασματικό,θρυμματισμένος,συντριμμένος,ανατιναγμένη,ραγισμένο,θρυμματισμένος

reconstruct => ανακατασκευάζω, reconstitute => ανασυντάσσω, reconsolidation => ανασυγκρότηση, reconsolidate => Επανασυγχώνευση, reconsolate => απαρηγόρητος,