Greek Meaning of reconstructive surgery
Επανορθωτική χειρουργική
Other Greek words related to Επανορθωτική χειρουργική
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of reconstructive surgery
- reconstructive memory => ανακατασκευαστική μνήμη
- reconstructive => ανακατασκευαστικός
- reconstruction period => Περίοδος ανοικοδόμησης
- reconstruction => Ανασυγκρότηση
- reconstructed => ανακατασκευασμένος
- reconstruct => ανακατασκευάζω
- reconstitute => ανασυντάσσω
- reconsolidation => ανασυγκρότηση
- reconsolidate => Επανασυγχώνευση
- reconsolate => απαρηγόρητος
Definitions and Meaning of reconstructive surgery in English
reconstructive surgery (n)
surgery concerned with therapeutic or cosmetic reformation of tissue
FAQs About the word reconstructive surgery
Επανορθωτική χειρουργική
surgery concerned with therapeutic or cosmetic reformation of tissue
No synonyms found.
No antonyms found.
reconstructive memory => ανακατασκευαστική μνήμη, reconstructive => ανακατασκευαστικός, reconstruction period => Περίοδος ανοικοδόμησης, reconstruction => Ανασυγκρότηση, reconstructed => ανακατασκευασμένος,