Greek Meaning of unbreakable

άθραυστος

Other Greek words related to άθραυστος

Definitions and Meaning of unbreakable in English

Wordnet

unbreakable (a)

impossible to break especially under ordinary usage

FAQs About the word unbreakable

άθραυστος

impossible to break especially under ordinary usage

ανθεκτικός,ανθεκτικός,μόνιμο,αιώνιος,αθάνατος,άφθαρτο,διαρκής,Αθάνατος,αδιάφθορος,ανεξίτηλος

εύθραυστος,θνητός,παροδικός,παροδικός,εύθραυστος,λεπτός,εύθραυστος,Προσωρινός,φθαρτός,καταστρεπτικός

unbranded => Χωρίς επωνυμία, unbranching => αδιακλάδωτο, unbranched => Μη διακλαδισμένος, unbrainwashed => αδούλωτο μυαλό, unbraid => ξεπλέκω,