Greek Meaning of incorruptible
αδιάφθορος
Other Greek words related to αδιάφθορος
- ειλικρινής
- έντιμος
- αθώος
- Εντάξει
- άμεμπτος
- Καθαρός
- αξιέπαινος
- Σωστό
- αξιοπρεπής
- ευπρεπής
- ηθικός
- καλός
- αθώος
- άμωμος
- άφθαρτος
- άφθαρτος
- ακίνδυνος
- άψογος
- νόμιμος
- ηθικός
- ωραίο
- ευγενής
- Ευσυνείδητος
- κατάλληλος
- σεβαστός
- δεξιά
- δίκαιος
- πρέπουσα
- ίσιος
- αναντίρρητος
- κατακόρυφος
- ενάρετος
- άξιος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- αγγελικός
- αγγελικός
- αξιόπιστος
- σεβαστός
- ενδεικτικό
- γενναιόδωρος
- μόνο
- νομοταγής
- λευκό σαν κρίνο
- ηθικολογικός
- καθαρός
- αξιόπιστος
- Δίκαιος
- υποκριτής
- συνειδητός
- άψογος
- άφθαρτος
- αλάθητος
- τιμημένος
- ευγενικός, ευαίσθητος
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- εκφυλισμένος
- διεστραμμένος
- διεφθαρμένος
- ακατάλληλος
- εσφαλμένος
- διεστραμμένος
- Αδίστακτος
- ανάρμοστος
- Φρικτός
- βάση
- απρεπής
- περιβόητος
- Χαμηλός
- μέση τιμή
- άτακτος
- αξιόμεμπτος
- προσβλητικό
- άσωτος
- άπρεπος
- Ασυνείδητος
- κακός
- φαύλος
- κακός
- κακός
- κατηγορητέος
- ανέντιμος
- Άτιμος
- περιπλανώμενος
- εσφαλμένος
- κακός
- Πεσμένος
- ανήθικος
- απρεπής
- άδικος
- ποταπός
- αμαρτωλός
- ανήθικος
- άδικος
- κακός
- λάθος
Nearest Words of incorruptible
Definitions and Meaning of incorruptible in English
incorruptible (s)
incapable of being morally corrupted
incorruptible (a.)
Not corruptible; incapable of corruption, decay, or dissolution; as, gold is incorruptible.
Incapable of being bribed or morally corrupted; inflexibly just and upright.
incorruptible (n.)
One of a religious sect which arose in Alexandria, in the reign of the Emperor Justinian, and which believed that the body of Christ was incorruptible, and that he suffered hunger, thirst, pain, only in appearance.
The quality or state of being incorruptible.
FAQs About the word incorruptible
αδιάφθορος
incapable of being morally corruptedNot corruptible; incapable of corruption, decay, or dissolution; as, gold is incorruptible., Incapable of being bribed or mo
ειλικρινής,έντιμος,αθώος,Εντάξει,άμεμπτος,Καθαρός,αξιέπαινος,Σωστό,αξιοπρεπής,ευπρεπής
κατευνασμένος,διεφθαρμένος,εκφυλισμένος,διεστραμμένος,διεφθαρμένος,ακατάλληλος,εσφαλμένος,διεστραμμένος,Αδίστακτος,ανάρμοστος
incorruptibility => αδιαφθορά, incorrupted => άφθαρτος, incorrupt => άφθαρτος, incorrodible => αδιάβροχος, incorrigibly => Ανίατα,