Greek Meaning of incorrigibly

Ανίατα

Other Greek words related to Ανίατα

Definitions and Meaning of incorrigibly in English

Wordnet

incorrigibly (r)

in an incorrigible manner

Webster

incorrigibly (adv.)

In an incorrigible manner.

FAQs About the word incorrigibly

Ανίατα

in an incorrigible mannerIn an incorrigible manner.

απελπισμένος,ανίατος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,Αμετάρρυθμος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,μη αναστρέψιμο,ανεπανόρθωτος

θεραπεύσιμος,ενθαρρυντικός,ελπιδοφόρος,ανακτήσιμος,ανακτήσιμος,εξαργυρώσιμος,Μεταρρυθμιστικός,Επιδιορθώσιμο,ανακτήσιμος,αντιστρεπτός

incorrigibleness => αδιόρθωτο, incorrigible => αδιόρθωτος, incorrigibility => αδιόρθωτος, incorresponding => μη αντίστοιχο, incorrespondency => ασυμφωνία,