Greek Meaning of incorrectness
ανακρίβεια
Other Greek words related to ανακρίβεια
Nearest Words of incorrectness
Definitions and Meaning of incorrectness in English
incorrectness (n)
lack of conformity to social expectations
the quality of not conforming to fact or truth
incorrectness (n.)
The quality of being incorrect; want of conformity to truth or to a standard; inaccuracy; inexactness; as incorrectness may in defect or in redundance.
FAQs About the word incorrectness
ανακρίβεια
lack of conformity to social expectations, the quality of not conforming to fact or truthThe quality of being incorrect; want of conformity to truth or to a sta
αδικία,ακαταλληλότητα,ακαταλληλότητα,ακαταλληλότητα,δυστυχία,Ανασφάλεια,ανανδρία,ανεπιθυμία,Ακαταλληλότητα,ξενότητα
Καταλληλότητα,καταλληλότητα,ορθότητα,Φυσική κατάσταση,περιουσία,ορθότητα,καταλληλότητα,παραδεκτότητα,εφαρμοστικότητα,καταλληλότητα
incorrectly => λανθασμένα, incorrection => ανακρίβεια, incorrect => εσφαλμένος, incorpse => στο, incorporeity => ασωματικότητα,