Greek Meaning of pointedness
επισημότητα
Other Greek words related to επισημότητα
Nearest Words of pointedness
- pointedly => επισημασμένος
- pointed-leaf maple => Αμερικανικός σφένδαμος
- pointed arch => Οξυκόρυφη αψίδα
- pointed => Τετραγωνισμένο
- point-devise => κομψός
- point-device => ακριβής
- point-blank => εξ επαφής
- point-and-shoot camera => Κάμερα point and shoot
- pointal => Υπερκαρπία
- point woman => Γυναίκα στα σημεία
Definitions and Meaning of pointedness in English
pointedness (n)
the property of a shape that tapers to a sharp tip
the quality of being obviously directed at a particular person or thing
FAQs About the word pointedness
επισημότητα
the property of a shape that tapers to a sharp tip, the quality of being obviously directed at a particular person or thing
κακία,βαρύτητα,τσιριχτός,ακανθώδης,λοιμογόνος,στυφότητα,Οξύτητα,Δριμύτητα,οξύτητα,κακία
απαλότητα,ευγένεια,ηπιότητα,καλοσύνη
pointedly => επισημασμένος, pointed-leaf maple => Αμερικανικός σφένδαμος, pointed arch => Οξυκόρυφη αψίδα, pointed => Τετραγωνισμένο, point-devise => κομψός,