Greek Meaning of acidness
οξύτητα
Other Greek words related to οξύτητα
Nearest Words of acidness
Definitions and Meaning of acidness in English
acidness (n.)
Acidity; sourness.
FAQs About the word acidness
οξύτητα
Acidity; sourness.
Οξύτητα,πικρία,δάγκωμα,πικρία,ακμή,στυφότητα,Δριμύτητα,πιπεράτο,οξύτητα,οξύτητα
απαλότητα,ευγένεια,καλοσύνη,ηπιότητα
acidly => όξινα, acid-loving => όξινο, acidity => Οξύτητα, acidimetry => οξύμετρο, acidimetric => οξυμετρικός,