Greek Meaning of acuteness
οξύτητα
Other Greek words related to οξύτητα
- στυφότητα
- Οξύτητα
- δάγκωμα
- πικρία
- ακμή
- σκληρότητα
- σπαραξικάρδιος
- συγκίνηση
- καυστικότητα
- τραχύτητα
- βαρύτητα
- Ευκρίνεια
- οξύτητα
- Δριμύτητα
- πιπεράτο
- πικρία
- οξύτητα
- τραχύτητα
- οξύνοια
- αυστηρότητα
- τσιριχτός
- μπαχαρικό
- Τανγκ
- οξύτητα
- λοιμογόνος
- κακία
- τζίντζερ
- κακία
- επισημότητα
- γροθιά
- θορυβώδης
- ακανθώδης
- βιτριόλι
Nearest Words of acuteness
- acutely => οξέως
- acute-angled triangle => Οξύγωνο τρίγωνο
- acute-angled => Οξύγωνος
- acute triangle => Οξυγώνιο τρίγωνο
- acute schizophrenic episode => οξεία σχιζοφρενική φάση
- acute renal failure => Οξεία νεφρική ανεπάρκεια
- acute pyelonephritis => Οξεία πυελονεφρίτιδα
- acute organic brain syndrome => Οξύ οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο
- acute myeloid leukemia => οξεία μυελογενής λευχαιμία
- acute myelocytic leukemia => Οξεία μυελογενής λευχαιμία
Definitions and Meaning of acuteness in English
acuteness (n)
a sensitivity that is keen and highly developed
a quick and penetrating intelligence
the quality of having a sharp edge or point
acuteness (n.)
The quality of being acute or pointed; sharpness; as, the acuteness of an angle.
The faculty of nice discernment or perception; acumen; keenness; sharpness; sensitiveness; -- applied to the senses, or the understanding. By acuteness of feeling, we perceive small objects or slight impressions: by acuteness of intellect, we discern nice distinctions.
Shrillness; high pitch; -- said of sounds.
Violence of a disease, which brings it speedily to a crisis.
FAQs About the word acuteness
οξύτητα
a sensitivity that is keen and highly developed, a quick and penetrating intelligence, the quality of having a sharp edge or pointThe quality of being acute or
στυφότητα,Οξύτητα,δάγκωμα,πικρία,ακμή,σκληρότητα,σπαραξικάρδιος,συγκίνηση,καυστικότητα,τραχύτητα
απαλότητα,ευγένεια,ηπιότητα,καλοσύνη
acutely => οξέως, acute-angled triangle => Οξύγωνο τρίγωνο, acute-angled => Οξύγωνος, acute triangle => Οξυγώνιο τρίγωνο, acute schizophrenic episode => οξεία σχιζοφρενική φάση,