Greek Meaning of acute myeloid leukemia
οξεία μυελογενής λευχαιμία
Other Greek words related to οξεία μυελογενής λευχαιμία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of acute myeloid leukemia
- acute myelocytic leukemia => Οξεία μυελογενής λευχαιμία
- acute lymphocytic leukemia => Οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- acute lymphoblastic leukemia => οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία
- acute leukemia => Οξεία μυελοειδής λευχαιμία
- acute kidney failure => Οξεία νεφρική ανεπάρκεια
- acute inclusion body encephalitis => Οξεία εγκεφαλίτιδα με ενδοκυτταρικές εγκλείσεις
- acute hemorrhagic encephalitis => Οξύ αιμορραγικό εγκεφαλίτιδα
- acute glossitis => Οξεία γλωσσίτιδα
- acute glaucoma => Οξύ γλαύκωμα
- acute gastritis => Οξεία γαστρίτιδα
- acute organic brain syndrome => Οξύ οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο
- acute pyelonephritis => Οξεία πυελονεφρίτιδα
- acute renal failure => Οξεία νεφρική ανεπάρκεια
- acute schizophrenic episode => οξεία σχιζοφρενική φάση
- acute triangle => Οξυγώνιο τρίγωνο
- acute-angled => Οξύγωνος
- acute-angled triangle => Οξύγωνο τρίγωνο
- acutely => οξέως
- acuteness => οξύτητα
- acutifoliate => οξύφυλλος, -η, -ον
Definitions and Meaning of acute myeloid leukemia in English
acute myeloid leukemia (n)
acute leukemia characterized by proliferation of granular leukocytes; most common in adolescents and young adults
FAQs About the word acute myeloid leukemia
οξεία μυελογενής λευχαιμία
acute leukemia characterized by proliferation of granular leukocytes; most common in adolescents and young adults
No synonyms found.
No antonyms found.
acute myelocytic leukemia => Οξεία μυελογενής λευχαιμία, acute lymphocytic leukemia => Οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία, acute lymphoblastic leukemia => οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, acute leukemia => Οξεία μυελοειδής λευχαιμία, acute kidney failure => Οξεία νεφρική ανεπάρκεια,