Greek Meaning of acute pyelonephritis
Οξεία πυελονεφρίτιδα
Other Greek words related to Οξεία πυελονεφρίτιδα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of acute pyelonephritis
- acute organic brain syndrome => Οξύ οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο
- acute myeloid leukemia => οξεία μυελογενής λευχαιμία
- acute myelocytic leukemia => Οξεία μυελογενής λευχαιμία
- acute lymphocytic leukemia => Οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- acute lymphoblastic leukemia => οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία
- acute leukemia => Οξεία μυελοειδής λευχαιμία
- acute kidney failure => Οξεία νεφρική ανεπάρκεια
- acute inclusion body encephalitis => Οξεία εγκεφαλίτιδα με ενδοκυτταρικές εγκλείσεις
- acute hemorrhagic encephalitis => Οξύ αιμορραγικό εγκεφαλίτιδα
- acute glossitis => Οξεία γλωσσίτιδα
- acute renal failure => Οξεία νεφρική ανεπάρκεια
- acute schizophrenic episode => οξεία σχιζοφρενική φάση
- acute triangle => Οξυγώνιο τρίγωνο
- acute-angled => Οξύγωνος
- acute-angled triangle => Οξύγωνο τρίγωνο
- acutely => οξέως
- acuteness => οξύτητα
- acutifoliate => οξύφυλλος, -η, -ον
- acutilobate => οξυλοβώδης
- acutorsion => οξεία στρέψη
Definitions and Meaning of acute pyelonephritis in English
acute pyelonephritis (n)
pyelonephritis resulting from the spread of a bladder infection
FAQs About the word acute pyelonephritis
Οξεία πυελονεφρίτιδα
pyelonephritis resulting from the spread of a bladder infection
No synonyms found.
No antonyms found.
acute organic brain syndrome => Οξύ οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο, acute myeloid leukemia => οξεία μυελογενής λευχαιμία, acute myelocytic leukemia => Οξεία μυελογενής λευχαιμία, acute lymphocytic leukemia => Οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία, acute lymphoblastic leukemia => οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία,