Greek Meaning of virulence
λοιμογόνος
Other Greek words related to λοιμογόνος
- Χολή
- πικρία
- Εχθρότητα
- κακία
- βαρύτητα
- ιός
- διαβρωτικότητα
- Οξύτητα
- οξύτητα
- Δριμύτητα
- πιπεράτο
- οξύτητα
- οργή
- τραχύτητα
- κακία
- σκληρότητα
- Μνησικακία
- αυστηρότητα
- οξύτητα
- Ορμή
- Φαρμάκι
- βιτριόλι
- Μορδάν
- εχθρότητα
- κρύο
- κακοκεφιά
- χολή
- αγριότητα
- Παγωμάρα
- Αγενεια
- αγένεια
- ζηλοτυπία
- κακεντρέχεια
- κακία
- εκνευρίζω
- μνησικακία
- αλύπητη επιμονή
- αγένεια
- περιφρόνηση
- Ξινά σταφύλια
- οξύτητα
- Κακία
- σπλήνας
- κακοκεφιά
- αγνωμοσύνη
- εκδικητικότητα
- αγένεια
Nearest Words of virulence
Definitions and Meaning of virulence in English
virulence (n)
extreme harmfulness (as the capacity of a microorganism to cause disease)
extreme hostility
virulence (n.)
Alt. of Virulency
FAQs About the word virulence
λοιμογόνος
extreme harmfulness (as the capacity of a microorganism to cause disease), extreme hostilityAlt. of Virulency
Χολή,πικρία,Εχθρότητα,κακία,βαρύτητα,ιός,διαβρωτικότητα,Οξύτητα,οξύτητα,Δριμύτητα
Ευγένεια,Συμπόνια,εγκάρδιος,ευγένεια,Διπλωματία,ιδιοφυΐα,χάρη,καλοσύνη,ευγένεια,απαλότητα
virucide => Ιοκτόνο, virucidal => Ιοκτόνο, virtuousness => Αρετή, virtuously => ευσυνείδητα, virtuous => ενάρετος,