Greek Meaning of unctuousness

λιπαρότητα

Other Greek words related to λιπαρότητα

Definitions and Meaning of unctuousness in English

Wordnet

unctuousness (n)

smug self-serving earnestness

FAQs About the word unctuousness

λιπαρότητα

smug self-serving earnestness

τεχνητότητα,Διπλότητα,ευγλωττία,λιπαρότητα,λειότητα,μανιέρα,επιτήδευση,απάτη,εξαπάτηση,ατιμία

ειλικρίνεια,γνησιότητα,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,Φυσικότητα,ανοιχτότητα,Ακεραιότητα

unctuously => λιπαρώς, unctuous => λιπαρός, unctuosity => λιπαρότητα, unctious => λιπαρός, unction => αγιασμός,