Greek Meaning of glibness

ευγλωττία

Other Greek words related to ευγλωττία

Definitions and Meaning of glibness in English

Wordnet

glibness (n)

a kind of fluent easy superficiality

Webster

glibness (n.)

The quality of being glib.

FAQs About the word glibness

ευγλωττία

a kind of fluent easy superficialityThe quality of being glib.

μανιέρα,τεχνητότητα,Διπλότητα,πλαστό,λιπαρότητα,Πρόφαση,λειότητα,λιπαρότητα,επιτήδευση,απάτη

Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,γνησιότητα,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,Φυσικότητα,ανοιχτότητα,Ακεραιότητα

glibly => ευφράδεια, glib => εύγλωττος, glial cell => Νευρογλοιακό κύτταρο, glial => νευρογλοιακός, gliadin => γλιαδίνη,