Greek Meaning of glibness
ευγλωττία
Other Greek words related to ευγλωττία
- μανιέρα
- τεχνητότητα
- Διπλότητα
- πλαστό
- λιπαρότητα
- Πρόφαση
- λειότητα
- λιπαρότητα
- επιτήδευση
- απάτη
- δολιότητα
- εξαπάτηση
- εξαπάτηση
- ατιμία
- Διπλωματία
- ψευτιά
- απάτη
- Ανανδρεία
- απάτη
- Πρόφαση
- αξίωση
- προσποίηση
- ευσέβεια ** _
- αυτάρεσκος
- αυτοϊκανοποίηση
- εξαπάτηση
- δεν μπορώ
- προσποιούμενος
- εξαπάτηση
- αναλήθεια
- ευσέβεια
- δολιότητα
Nearest Words of glibness
Definitions and Meaning of glibness in English
glibness (n)
a kind of fluent easy superficiality
glibness (n.)
The quality of being glib.
FAQs About the word glibness
ευγλωττία
a kind of fluent easy superficialityThe quality of being glib.
μανιέρα,τεχνητότητα,Διπλότητα,πλαστό,λιπαρότητα,Πρόφαση,λειότητα,λιπαρότητα,επιτήδευση,απάτη
Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,γνησιότητα,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,Φυσικότητα,ανοιχτότητα,Ακεραιότητα
glibly => ευφράδεια, glib => εύγλωττος, glial cell => Νευρογλοιακό κύτταρο, glial => νευρογλοιακός, gliadin => γλιαδίνη,