Greek Meaning of glided

γλίστρησε

Other Greek words related to γλίστρησε

Definitions and Meaning of glided in English

Webster

glided (imp. & p. p.)

of Glide

FAQs About the word glided

γλίστρησε

of Glide

πλεύρισε,παρασυρμένος,έρεε,έπλευσε,ολίσθηση,γλίστρησε,σάρωσε,μπόουλινγκ,αεράκι,βουρτσισμένο

ταλαντεύτηκε,Κούτσαινε,αγωνιζόταν,σκόνταψε,περπατούσε με δυσκολία,κοπιαστικός,φορτωμένος,τσαπατσουλιάζω,ανακατεμένος,σφραγισμένη

glide-bomb => βόμβα ανεμοπτέρου, glide slope => κεκλιμένη ευθεία, glide path => διαδρομή ανόδου, glide by => Γλιστρούν δίπλα, glide => ολίσθηση,