Greek Meaning of whisked
χτυπημένο
Other Greek words related to χτυπημένο
- συλληφθείς
- επιλεγμένο
- καθυστερημένος
- Επιβαρυμένος
- εμπόδισε
- παρεμποδισμένος
- κουτσός
- παρεμποδισμένο
- συγκρατημένος
- δεμένος
- σταμάτησε
- Δεσμευμένος
- φρενάρισμα
- επιβραδύνθηκε
- ανασταλμένος
- κρατημένος
- παρεμβαίνει (σε)
- Mειωμένη (προς τα κάτω)
- έμεινε
- δεμένος
- δεμένος με χειροπέδες
- Δεσμευμένος
- περιορισμένος
- ελεγχόμενος
- σβησμένος
- ησυχασμένο
Nearest Words of whisked
Definitions and Meaning of whisked in English
whisked (imp. & p. p.)
of Whisk
FAQs About the word whisked
χτυπημένο
of Whisk
επιταχυνόμενος,σπεύδω,βιαστικός,έσπρωξε,συσκευασμένος,οδήγησε,ενθάρρυνε,διευκόλυνε,επιτάχυνε,επιταχύνεται
συλληφθείς,επιλεγμένο,καθυστερημένος,Επιβαρυμένος,εμπόδισε,παρεμποδισμένος,κουτσός,παρεμποδισμένο,συγκρατημένος,δεμένος
whisk off => Χτυπάω, whisk fern => Mπουμπούκια, whisk by => χτυπάω, whisk broom => Σκουπάκι, whisk away => απομακρύνω,