Greek Meaning of whisked

χτυπημένο

Other Greek words related to χτυπημένο

Definitions and Meaning of whisked in English

Webster

whisked (imp. & p. p.)

of Whisk

FAQs About the word whisked

χτυπημένο

of Whisk

επιταχυνόμενος,σπεύδω,βιαστικός,έσπρωξε,συσκευασμένος,οδήγησε,ενθάρρυνε,διευκόλυνε,επιτάχυνε,επιταχύνεται

συλληφθείς,επιλεγμένο,καθυστερημένος,Επιβαρυμένος,εμπόδισε,παρεμποδισμένος,κουτσός,παρεμποδισμένο,συγκρατημένος,δεμένος

whisk off => Χτυπάω, whisk fern => Mπουμπούκια, whisk by => χτυπάω, whisk broom => Σκουπάκι, whisk away => απομακρύνω,