Greek Meaning of whiskey
ουίσκι
Other Greek words related to ουίσκι
- μπύρα
- Μπράντι
- Τζιν
- λικέρ
- υδρόμελι
- μεσκάλ
- πίθηκος
- Σνάπς
- τεκίλα
- βότκα
- Κρασί
- αλκοόλ
- μπύρα
- μπύρα κριθαριού
- Μπύρα
- μπίρα
- ποτό
- Κοκτέιλ
- ψευτομπράβο
- σπιτική μπύρα
- αλκοόλ
- Μπίρα βύνης
- μητέρα
- ρούμι
- σακέ
- Κριθάρινη μπύρα
- μπίρα
- Μάο-τάι
- μικροζυθοποιείο
- Απεριτίφ
- ακουαβίτα
- Οινοπνευματώδη
- ζώνη
- μπουκάλι
- βραχιόλι
- καταδιωκτής
- ποτό
- καύκαλο
- γκρογκ
- ρακή
- μεθυστικό
- Μεθυσμένος
- Κριθάρι
- χυμός
- Φόρτωμα
- Μικτό ποτό
- σεληνόφως
- πάνα
- Νυχτερινό ποτό
- δαγκάνοντας
- καρφί
- ποπ
- πόσιμο
- σάλτσα
- Σκοπευτής
- γυμνοσάλιαγκας
- ποτήρι για κονιάκ
- ροχαλητό
- πνεύματα
- διεγερτικό
- Δυνατό ποτό
- ποτό
- νήπιο
- ακονίζω
- Χωνευτικό
Nearest Words of whiskey
Definitions and Meaning of whiskey in English
whiskey (n)
a liquor made from fermented mash of grain
whiskey (n.)
Same as Whisky, a liquor.
Alt. of Whisky
An intoxicating liquor distilled from grain, potatoes, etc., especially in Scotland, Ireland, and the United States. In the United States, whisky is generally distilled from maize, rye, or wheat, but in Scotland and Ireland it is often made from malted barley.
FAQs About the word whiskey
ουίσκι
a liquor made from fermented mash of grainSame as Whisky, a liquor., Alt. of Whisky, An intoxicating liquor distilled from grain, potatoes, etc., especially in
μπύρα,Μπράντι,Τζιν,λικέρ,υδρόμελι,μεσκάλ,πίθηκος,Σνάπς,τεκίλα,βότκα
μη μεθυστικό
whisket => ουίσκυ, whiskery => μουσάτος, whiskers => μουστάκι, whiskerless => με άτριχο πρόσωπο, whiskered => μουσάτος,