Greek Meaning of bottle
μπουκάλι
Other Greek words related to μπουκάλι
- αλκοόλ
- μπύρα
- Μπύρα
- ποτό
- αλκοόλ
- ρούμι
- Κρασί
- μπύρα
- ακουαβίτα
- Οινοπνευματώδη
- Μπράντι
- καύκαλο
- Τζιν
- γκρογκ
- ρακή
- μεθυστικό
- Μεθυσμένος
- χυμός
- σεληνόφως
- πόσιμο
- σάλτσα
- πνεύματα
- διεγερτικό
- Δυνατό ποτό
- τεκίλα
- ποτό
- βότκα
- ουίσκι
- ουίσκι
- Απεριτίφ
- ζώνη
- βραχιόλι
- μπίρα
- ποτό
- καταδιωκτής
- Κοκτέιλ
- σπιτική μπύρα
- Κριθάρι
- λικέρ
- Φόρτωμα
- πλούσιος
- Μπίρα βύνης
- υδρόμελι
- μεσκάλ
- Μικτό ποτό
- μητέρα
- πάνα
- Νυχτερινό ποτό
- δαγκάνοντας
- καρφί
- ποπ
- σακέ
- πίθηκος
- Σνάπς
- Σκοπευτής
- γυμνοσάλιαγκας
- ποτήρι για κονιάκ
- ροχαλητό
- νήπιο
- ακονίζω
- μπίρα
- Χωνευτικό
- μικροζυθοποιείο
Nearest Words of bottle
- bottle bank => Κάδος ανακύκλωσης γυαλιού
- bottle bill => Ο νόμος για τις φιάλες
- bottle collection => συλλογή μπουκαλιών
- bottle cork => Φελλός
- bottle gentian => Γεντιανή η φιαλόσχημη
- bottle gourd => Κολοκύθι
- bottle grass => Μπουκαλοχόρτο
- bottle green => πράσινο της φιάλης
- bottle opener => Ανοιχτήρι μπουκαλιών
- bottle screw => τιρμπουσόν
Definitions and Meaning of bottle in English
bottle (n)
a glass or plastic vessel used for storing drinks or other liquids; typically cylindrical without handles and with a narrow neck that can be plugged or capped
the quantity contained in a bottle
a vessel fitted with a flexible teat and filled with milk or formula; used as a substitute for breast feeding infants and very young children
bottle (v)
store (liquids or gases) in bottles
put into bottles
bottle (n.)
A hollow vessel, usually of glass or earthenware (but formerly of leather), with a narrow neck or mouth, for holding liquids.
The contents of a bottle; as much as a bottle contains; as, to drink a bottle of wine.
Fig.: Intoxicating liquor; as, to drown one's reason in the bottle.
A bundle, esp. of hay.
bottle (v. t.)
To put into bottles; to inclose in, or as in, a bottle or bottles; to keep or restrain as in a bottle; as, to bottle wine or porter; to bottle up one's wrath.
FAQs About the word bottle
μπουκάλι
a glass or plastic vessel used for storing drinks or other liquids; typically cylindrical without handles and with a narrow neck that can be plugged or capped,
αλκοόλ,μπύρα,Μπύρα,ποτό,αλκοόλ,ρούμι,Κρασί,μπύρα,ακουαβίτα,Οινοπνευματώδη
μη μεθυστικό
bottine => Γοβάκια μέχρι τον αστράγαλο, botticelli => Μποτιτσέλι, botswanan => Μποτσουάνας, botswana monetary unit => Νομισματική μονάδα Μποτσουάνας, botswana => Μποτσουάνα,