Greek Meaning of nightcap
Νυχτερινό ποτό
Other Greek words related to Νυχτερινό ποτό
- Μπέιζμπολ καπέλο
- Μπερέ
- Μπερέτα
- Καπελάκι των καπεταναίων
- Καπό
- μπόουλερ
- Καλώτ
- Ρόδα
- καπέλο
- καμπάνα
- Τρίκογχο
- Καουμπόικο καπέλο
- κουκούλα
- ντέρμπι
- Φεντόρα
- φέσι
- φέσι
- Κράνος
- καπέλο
- πηδάλιο
- κράνος
- Ομοβουργός
- καπό
- Σκιάδιο
- Λιβορνέζικο
- μίτρα
- ψηλό καπέλο
- Καπέλο εξωτερικού
- Παναμάς
- Καπέλο με γείσο
- χαποθήκη
- Καπέλο κορυφής
- Σκούφος
- Τσάκο
- Ψηλοκαπέλο
- Σκουτελλάρια
- Σομπρέρο
- στετσον
- Καλσόν
- Καπέλο ήλιου
- ταμ
- Ψηλό καπέλο
- κορυφή
- Καπέλο
- Τρικάρπανο
- τριγωνικό
- τουρμπάνι
- Κέπι
- κουφικό
- ζουκέτο
- Μπίλυκοκ
- καπέλο
- Κράνος
- κάλυμμα κεφαλής
- Επικεφαλίδα
- Επίστεγμα
- Γωνιόμετρο
- Καπέλο τούρτα με χοιρινό κρέας
- σκίμερ
- νοτιοδυτικός άνεμος
- Σόμπα
- Σκωτσέζικο καπέλο
- καπέλο δέκα γαλονιών
- Κουκούλα
- χαι-χατ
- καπάκι
- πολεμικό κάλυμμα κεφαλής
Nearest Words of nightcap
- night-blooming cereus => νυχτολούλουδο
- night-blooming => Νυχτολούλουδο
- nightbird => νυχτοπούλι
- night watchman => Φύλακας νυχτός
- night watch => νυχτερινή βάρδια
- night vision => Νυχτερινή όραση
- night terrors => νυχτερινοί τρόμοι
- night terror => Νυχτερινός τρόμος
- night soil => Νυχτερινό έδαφος
- night snake => νυχτερινά φίδια
Definitions and Meaning of nightcap in English
nightcap (n)
an alcoholic drink taken at bedtime; often alcoholic
a cloth cap worn in bed
the final game of a double header
nightcap (n.)
A cap worn in bed to protect the head, or in undress.
A potion of spirit drank at bedtime.
FAQs About the word nightcap
Νυχτερινό ποτό
an alcoholic drink taken at bedtime; often alcoholic, a cloth cap worn in bed, the final game of a double headerA cap worn in bed to protect the head, or in und
Μπέιζμπολ καπέλο,Μπερέ,Μπερέτα,Καπελάκι των καπεταναίων,Καπό,μπόουλερ,Καλώτ,Ρόδα,καπέλο,καμπάνα
μη μεθυστικό
night-blooming cereus => νυχτολούλουδο, night-blooming => Νυχτολούλουδο, nightbird => νυχτοπούλι, night watchman => Φύλακας νυχτός, night watch => νυχτερινή βάρδια,