Greek Meaning of service cap
Σκούφος
Other Greek words related to Σκούφος
- Μπέιζμπολ καπέλο
- Μπίλυκοκ
- Καπό
- Τρίκογχο
- Καουμπόικο καπέλο
- φέσι
- Κράνος
- κράνος
- καπό
- Σκιάδιο
- μίτρα
- ψηλό καπέλο
- Καπέλο εξωτερικού
- Καπέλο με γείσο
- Καπέλο κορυφής
- Καπέλο τούρτα με χοιρινό κρέας
- Ψηλοκαπέλο
- νοτιοδυτικός άνεμος
- Καλσόν
- Ψηλό καπέλο
- Τρικάρπανο
- χαι-χατ
- Μπερέ
- Μπερέτα
- Καπελάκι των καπεταναίων
- μπόουλερ
- Καλώτ
- Κράνος
- Ρόδα
- καπέλο
- καμπάνα
- κουκούλα
- ντέρμπι
- Φεντόρα
- φέσι
- καπέλο
- κάλυμμα κεφαλής
- Επικεφαλίδα
- πηδάλιο
- Ομοβουργός
- Σκιάδιο
- Λιβορνέζικο
- Γωνιόμετρο
- Παναμάς
- χαποθήκη
- Τσάκο
- σκίμερ
- Σκουτελλάρια
- Σομπρέρο
- στετσον
- Σόμπα
- Καπέλο ήλιου
- ταμ
- Σκωτσέζικο καπέλο
- καπέλο δέκα γαλονιών
- κορυφή
- Καπέλο
- τριγωνικό
- τουρμπάνι
- Κουκούλα
- κουφικό
- ζουκέτο
- καπέλο
- Επίστεγμα
- καπάκι
- Νυχτερινό ποτό
- πολεμικό κάλυμμα κεφαλής
Nearest Words of service cap
- service call => Κλήση εξυπηρέτησης
- service bureau => Γραφείο υπηρεσιών
- service break => διάλειμμα σέρβις
- service book => Βιβλίο σέρβις
- service area => Χώρος εξυπηρέτησης
- service agency => Υπηρεσία παροχής υπηρεσιών
- service abroad => Υπηρεσία στο εξωτερικό
- service => υπηρεσία
- servian => σερβικός
- server => διακομιστής
- service ceiling => Ανωτατο όριο υπηρεσίας
- service charge => τέλος εξυπηρέτησης
- service club => σύλλογος υπηρεσιών
- service contract => σύμβαση υπηρεσιών
- service cutback => Μείωση υπηρεσιών
- service department => Τμήμα Εξυπηρέτησης
- service door => Πόρτα υπηρεσίας
- service elevator => Ανυψωτικό φορτίων
- service entrance => Είσοδος υπηρεσίας
- service fee => χρέωση υπηρεσίας
Definitions and Meaning of service cap in English
service cap (n)
a cap with a flat circular top and a visor
service cap ()
Alt. of hat
FAQs About the word service cap
Σκούφος
a cap with a flat circular top and a visorAlt. of hat
Μπέιζμπολ καπέλο,Μπίλυκοκ,Καπό,Τρίκογχο,Καουμπόικο καπέλο,φέσι,Κράνος,κράνος,καπό,Σκιάδιο
No antonyms found.
service call => Κλήση εξυπηρέτησης, service bureau => Γραφείο υπηρεσιών, service break => διάλειμμα σέρβις, service book => Βιβλίο σέρβις, service area => Χώρος εξυπηρέτησης,