Greek Meaning of toque
Καπέλο
Other Greek words related to Καπέλο
- Μπέιζμπολ καπέλο
- Μπερέ
- Μπερέτα
- Καπελάκι των καπεταναίων
- Καπό
- μπόουλερ
- Καλώτ
- Κράνος
- Ρόδα
- καμπάνα
- Τρίκογχο
- Καουμπόικο καπέλο
- κουκούλα
- Φεντόρα
- φέσι
- καπέλο
- πηδάλιο
- κράνος
- Ομοβουργός
- καπό
- Σκιάδιο
- Λιβορνέζικο
- Γωνιόμετρο
- μίτρα
- Καπέλο με γείσο
- χαποθήκη
- Καπέλο κορυφής
- Τσάκο
- Ψηλοκαπέλο
- Σκουτελλάρια
- Σομπρέρο
- στετσον
- Καπέλο ήλιου
- ταμ
- Ψηλό καπέλο
- κορυφή
- Τρικάρπανο
- τριγωνικό
- τουρμπάνι
- Κουκούλα
- κουφικό
- ζουκέτο
- Μπίλυκοκ
- καπέλο
- καπέλο
- ντέρμπι
- φέσι
- Κράνος
- κάλυμμα κεφαλής
- Επικεφαλίδα
- Επίστεγμα
- Νυχτερινό ποτό
- ψηλό καπέλο
- Καπέλο εξωτερικού
- Παναμάς
- Καπέλο τούρτα με χοιρινό κρέας
- Σκούφος
- σκίμερ
- νοτιοδυτικός άνεμος
- Καλσόν
- Σόμπα
- καπέλο δέκα γαλονιών
- χαι-χατ
- καπάκι
- Σκωτσέζικο καπέλο
- πολεμικό κάλυμμα κεφαλής
Nearest Words of toque
Definitions and Meaning of toque in English
toque (n)
a tall white hat with a pouched crown; worn by chefs
a small round woman's hat
toque (n.)
A kind of cap worn in the 16th century, and copied in modern fashions; -- called also toquet.
A variety of the bonnet monkey.
FAQs About the word toque
Καπέλο
a tall white hat with a pouched crown; worn by chefs, a small round woman's hatA kind of cap worn in the 16th century, and copied in modern fashions; -- called
Μπέιζμπολ καπέλο,Μπερέ,Μπερέτα,Καπελάκι των καπεταναίων,Καπό,μπόουλερ,Καλώτ,Κράνος,Ρόδα,καμπάνα
No antonyms found.
topv => topv, top-up => αναπλήρωση, top-tool => Κορυφαίο εργαλείο, top-timbers => τα ανώτερα δοκάρια, top-tackle => Πύργος,