Greek Meaning of ale
μπύρα
Other Greek words related to μπύρα
- μπύρα
- μπίρα
- ποτό
- Κοκτέιλ
- υδρόμελι
- Κρασί
- μικροζυθοποιείο
- ζώνη
- Μπράντι
- Τζιν
- σπιτική μπύρα
- λικέρ
- Φόρτωμα
- Μπίρα βύνης
- μεσκάλ
- Μικτό ποτό
- μητέρα
- πάνα
- ποπ
- σακέ
- πίθηκος
- Σνάπς
- γυμνοσάλιαγκας
- ποτήρι για κονιάκ
- ροχαλητό
- τεκίλα
- βότκα
- ουίσκι
- ουίσκι
- μπίρα
- αλκοόλ
- Απεριτίφ
- ακουαβίτα
- Οινοπνευματώδη
- μπύρα κριθαριού
- Μπύρα
- μπουκάλι
- βραχιόλι
- καταδιωκτής
- ποτό
- ψευτομπράβο
- καύκαλο
- γκρογκ
- ρακή
- μεθυστικό
- Μεθυσμένος
- χυμός
- αλκοόλ
- σεληνόφως
- Νυχτερινό ποτό
- δαγκάνοντας
- καρφί
- πόσιμο
- ρούμι
- σάλτσα
- Σκοπευτής
- πνεύματα
- διεγερτικό
- Δυνατό ποτό
- ποτό
- νήπιο
- ακονίζω
- Κριθάρινη μπύρα
- Χωνευτικό
- Μάο-τάι
Nearest Words of ale
- aldrovanda vesiculosa => Aldrovanda vesiculosa
- aldrovanda => Αλντροβάντα
- aldous leonard huxley => Ώλντους Λέοναρντ Χάξλεϋ
- aldous huxley => Όλντους Χάξλεϊ
- aldosteronism => Αλδοστερονισμός
- aldosterone => Αλδοστερόνη
- aldose => Αλδόζη
- aldomet => Aldo met
- aldol reaction => Αντίδραση άλδολης
- aldol => αλδόλη
Definitions and Meaning of ale in English
ale (n)
a general name for beer made with a top fermenting yeast; in some of the United States an ale is (by law) a brew of more than 4% alcohol by volume
ale (n.)
An intoxicating liquor made from an infusion of malt by fermentation and the addition of a bitter, usually hops.
A festival in English country places, so called from the liquor drunk.
FAQs About the word ale
μπύρα
a general name for beer made with a top fermenting yeast; in some of the United States an ale is (by law) a brew of more than 4% alcohol by volumeAn intoxicatin
μπύρα,μπίρα,ποτό,Κοκτέιλ,υδρόμελι,Κρασί,μικροζυθοποιείο,ζώνη,Μπράντι,Τζιν
μη μεθυστικό
aldrovanda vesiculosa => Aldrovanda vesiculosa, aldrovanda => Αλντροβάντα, aldous leonard huxley => Ώλντους Λέοναρντ Χάξλεϋ, aldous huxley => Όλντους Χάξλεϊ, aldosteronism => Αλδοστερονισμός,