Greek Meaning of dutch courage

ψευτομπράβο

Other Greek words related to ψευτομπράβο

Definitions and Meaning of dutch courage in English

Wordnet

dutch courage (n)

courage resulting from intoxication

FAQs About the word dutch courage

ψευτομπράβο

courage resulting from intoxication

αλκοόλ,ακουαβίτα,Οινοπνευματώδη,Μπύρα,μπουκάλι,καύκαλο,Τζιν,γκρογκ,Μεθυσμένος,Κριθάρι

μη μεθυστικό

dutch clover => Τριφύλλι, dutch case-knife bean => Λόβια, dutch capital => πρωτεύουσα της Ολλανδίας, dutch auction => ολλανδική δημοπρασία, dutch => ολλανδικός,