Greek Meaning of firewater
καύκαλο
Other Greek words related to καύκαλο
- αλκοόλ
- Μπύρα
- μπουκάλι
- ποτό
- αλκοόλ
- ρούμι
- μπύρα
- ακουαβίτα
- Οινοπνευματώδη
- μπύρα
- Μπράντι
- γκρογκ
- ρακή
- μεθυστικό
- Μεθυσμένος
- χυμός
- σεληνόφως
- πόσιμο
- σάλτσα
- πνεύματα
- διεγερτικό
- Δυνατό ποτό
- τεκίλα
- ποτό
- βότκα
- ουίσκι
- ουίσκι
- Κρασί
- Απεριτίφ
- ζώνη
- βραχιόλι
- μπίρα
- ποτό
- καταδιωκτής
- Κοκτέιλ
- Τζιν
- σπιτική μπύρα
- Κριθάρι
- λικέρ
- Φόρτωμα
- πλούσιος
- Μπίρα βύνης
- υδρόμελι
- μεσκάλ
- Μικτό ποτό
- μητέρα
- πάνα
- Νυχτερινό ποτό
- δαγκάνοντας
- καρφί
- ποπ
- σακέ
- πίθηκος
- Σνάπς
- Σκοπευτής
- γυμνοσάλιαγκας
- ποτήρι για κονιάκ
- ροχαλητό
- νήπιο
- ακονίζω
- μπίρα
- Χωνευτικό
- μικροζυθοποιείο
Nearest Words of firewater
Definitions and Meaning of firewater in English
firewater (n)
any strong spirits (such as strong whisky or rum)
FAQs About the word firewater
καύκαλο
any strong spirits (such as strong whisky or rum)
αλκοόλ,Μπύρα,μπουκάλι,ποτό,αλκοόλ,ρούμι,μπύρα,ακουαβίτα,Οινοπνευματώδη,μπύρα
μη μεθυστικό
firewarden => Πυροσβέστης, firewall => Τείχος προστασίας, firetrap => παγίδα πυρκαγιάς, firethorn => Πυράκανθα, firetail => Ουροκόκκυκας καλιφόρνιος,