Greek Meaning of chaser
καταδιωκτής
Other Greek words related to καταδιωκτής
- αλκοόλ
- Απεριτίφ
- ακουαβίτα
- μπύρα
- ζώνη
- Μπύρα
- μπουκάλι
- βραχιόλι
- Κοκτέιλ
- ποτό
- καύκαλο
- γκρογκ
- ρακή
- μεθυστικό
- Μεθυσμένος
- χυμός
- αλκοόλ
- Φόρτωμα
- σεληνόφως
- Νυχτερινό ποτό
- καρφί
- ποπ
- ρούμι
- Σκοπευτής
- γυμνοσάλιαγκας
- ποτήρι για κονιάκ
- ροχαλητό
- πνεύματα
- διεγερτικό
- Δυνατό ποτό
- ποτό
- Χωνευτικό
- μπύρα
- Οινοπνευματώδη
- Μπράντι
- μπίρα
- ποτό
- Τζιν
- σπιτική μπύρα
- Κριθάρι
- λικέρ
- πλούσιος
- Μπίρα βύνης
- υδρόμελι
- μεσκάλ
- Μικτό ποτό
- μητέρα
- πάνα
- δαγκάνοντας
- πόσιμο
- σακέ
- πίθηκος
- σάλτσα
- Σνάπς
- τεκίλα
- νήπιο
- βότκα
- ακονίζω
- ουίσκι
- ουίσκι
- Κρασί
- μπίρα
- μικροζυθοποιείο
- μπύρα κριθαριού
- ψευτομπράβο
- Κριθάρινη μπύρα
- Μάο-τάι
Nearest Words of chaser
Definitions and Meaning of chaser in English
chaser (n)
a person who is pursuing and trying to overtake or capture
a drink to follow immediately after another drink
chaser (n.)
One who or that which chases; a pursuer; a driver; a hunter.
Same as Chase gun, esp. in terms bow chaser and stern chaser. See under Bow, Stern.
One who chases or engraves. See 5th Chase, and Enchase.
A tool with several points, used for cutting or finishing screw threads, either external or internal, on work revolving in a lathe.
FAQs About the word chaser
καταδιωκτής
a person who is pursuing and trying to overtake or capture, a drink to follow immediately after another drinkOne who or that which chases; a pursuer; a driver;
αλκοόλ,Απεριτίφ,ακουαβίτα,μπύρα,ζώνη,Μπύρα,μπουκάλι,βραχιόλι,Κοκτέιλ,ποτό
μη μεθυστικό
chased => κυνηγημένος, chase away => διώχνει μακριά, chase after => καταδιώκω, chase => καταδίωξη, chasable => καταδιώξιμος,