Greek Meaning of chased

κυνηγημένος

Other Greek words related to κυνηγημένος

Definitions and Meaning of chased in English

Wordnet

chased (n)

a person who is being chased

Webster

chased (imp. & p. p.)

of Chase

FAQs About the word chased

κυνηγημένος

a person who is being chasedof Chase

στολισμένος με κοσμήματα,διέταξε,διακοσμημένο,ανάγλυφο,κεντημένος,φρου φρου,Φραγκοί,στεφανωμένος,χρυσός,δεμένο

αποδεκτό,παραδεκτός,έλαβε,πήρε,πήρε μέσα,καλωσόρισε,διασκεδασμένος,φιλοξενούν,στεγασμένος,καταλύει

chase away => διώχνει μακριά, chase after => καταδιώκω, chase => καταδίωξη, chasable => καταδιώξιμος, charybdis => Χάρυβδις,