Greek Meaning of lodged

καταλύει

Other Greek words related to καταλύει

Definitions and Meaning of lodged in English

Webster

lodged (imp. & p. p.)

of Lodge

Webster

lodged (a.)

Lying down; -- used of beasts of the chase, as couchant is of beasts of prey.

FAQs About the word lodged

καταλύει

of Lodge, Lying down; -- used of beasts of the chase, as couchant is of beasts of prey.

μαρμελάδα,κολλημένος,σφιχτός,αγκυροβολημένος,Επισυναπτόμενος,σταθεροποιημένο,ενσωματωμένο,στερεός,κατεψυγμένο,κολλημένος

αποσπασμένος,Ανασφαλής,χαλαρός,μετατοπίστηκε,απελευθερωμένος,χαλαρός,κινητός,κινητός,ανεξάρτητος,ελεύθερος

lodgeable => κατοικήσιμος, -η, -ο, lodge in => καταλύω, lodge => καλύβα, πανδοχείο, lodestone => μαγνήτης, lodestar => πόλος,