Greek Meaning of cemented
τσιμεντωμένος
Other Greek words related to τσιμεντωμένος
Nearest Words of cemented
Definitions and Meaning of cemented in English
cemented (imp. & p. p.)
of Cement
FAQs About the word cemented
τσιμεντωμένος
of Cement
αγκυροβολημένος,δεσμευμένος,σταθεροποιημένο,κατεψυγμένο,κολλημένος,κολλημένος,σφηνωμένος,Επισυναπτόμενος,δεμένος,ενσωματωμένο
αποσπασμένος,Ανασφαλής,χαλαρός,μετατοπίστηκε,απελευθερωμένος,χαλαρός,κινητός,κινητός,ανεξάρτητος,ελεύθερος
cementatory => τσιμεντοποιός, cementation => τσιμεντοποίηση, cemental => τσιμενταρίσιος, cement steel => Χάλυβας οπλισμού, cement mixer => μπετονιέρα,