Greek Meaning of embedded

ενσωματωμένο

Other Greek words related to ενσωματωμένο

Definitions and Meaning of embedded in English

Wordnet

embedded (s)

enclosed firmly in a surrounding mass

inserted as an integral part of a surrounding whole

Webster

embedded (imp. & p. p.)

of Embed

FAQs About the word embedded

ενσωματωμένο

enclosed firmly in a surrounding mass, inserted as an integral part of a surrounding wholeof Embed

σταθερός,κατεψυγμένο,εμφυτευμένο,εμπεδωμένο,εδραιωμένος,εγγενής,ολοκλήρωμα,Ενδογενής,αμετάβλητο,χρόνιος

σύντομος,εφήμερος,φευγαλέος,προσωρινός,στιγμιαίος,προσωρινός,βραχυπρόθεσμος,Προσωρινός,παροδικός,Προσωρινός

embed => ενσωματώνω, embeam => ombeam, embayment => Κόλπος, embaying => Κόλπος., embayed => ενσωματωμένο,