Greek Meaning of embattling
πολεμώντας
Other Greek words related to πολεμώντας
Nearest Words of embattling
Definitions and Meaning of embattling in English
embattling (p. pr. & vb. n.)
of Embattle
FAQs About the word embattling
πολεμώντας
of Embattle
μηχανοποιώντας,κινητοποίηση,εξοπλισμός,επανεξοπλίζω,επανεξοπλισμός,οπλοποίηση,οπλισμός,στρατικοποίηση
αποστρατικοποιώ,αποστράτευση,αποπλιστικός,Απυ هستεικοποιούμενος
embattlement => ΠΟΛΕΜΙΣΤΡΑ, embattled => πολιορκημένος, embattle => πολεμάω, embattail => σύνταξη μάχης, embathe => εμβαπτίζω,