FAQs About the word embayment

Κόλπος

an indentation of a shoreline larger than a cove but smaller than a gulfA bay.

κόλπος,όρμος,εκβολή,χέρι,Κόλπος,Ρέμα,Φιόρδ,Φιόρδ,Φιόρδ,Κόλπος

No antonyms found.

embaying => Κόλπος., embayed => ενσωματωμένο, embay => eμπay, embattling => πολεμώντας, embattlement => ΠΟΛΕΜΙΣΤΡΑ,