FAQs About the word fjord

Φιόρδ

a long narrow inlet of the sea between steep cliffs; common in NorwaySee Fiord.

κόλπος,όρμος,εκβολή,Κόλπος,λιμάνι,Κόλπος,Ρέμα,Κόλπος,Φιόρδ,λιμάνι

No antonyms found.

fizzy => Ανθρακούχος, fizzling => σιγοβράζω, fizzled => σβήστηκε, fizzle out => σβήνω, fizzle => σιγοβράζω,