FAQs About the word embattlement

ΠΟΛΕΜΙΣΤΡΑ

An intended parapet; a battlement., The fortifying of a building or a wall by means of battlements.

προμαχώνας,Επάλξεις,προμαχώνας,προμαχώνας,κάστρο,Ακρόπολη,χωματουργικά,οχυρό,οχύρωση,οχύρωμα

No antonyms found.

embattled => πολιορκημένος, embattle => πολεμάω, embattail => σύνταξη μάχης, embathe => εμβαπτίζω, embastardize => νοθεύω,