FAQs About the word embedment

ενσωμάτωση

The act of embedding, or the state of being embedded.

καλύβα, πανδοχείο,ρίζα,κρεβάτι,,ριζώνω,οχυρώνομαι,επισκευή,εμπνέω,επίδραση,εμφύτευμα

απομακρύνω,εξαλείφω,εξαλείφω,διαχωρίζω,Αποσυνδέω,εκτινάσσω,εκβάλλω,αφαιρώ,(εκρίζω),εκριζώνω

embedding => ενσωμάτωση, embedded => ενσωματωμένο, embed => ενσωματώνω, embeam => ombeam, embayment => Κόλπος,