Greek Meaning of embedment
ενσωμάτωση
Other Greek words related to ενσωμάτωση
Nearest Words of embedment
Definitions and Meaning of embedment in English
embedment (n.)
The act of embedding, or the state of being embedded.
FAQs About the word embedment
ενσωμάτωση
The act of embedding, or the state of being embedded.
καλύβα, πανδοχείο,ρίζα,κρεβάτι,,ριζώνω,οχυρώνομαι,επισκευή,εμπνέω,επίδραση,εμφύτευμα
απομακρύνω,εξαλείφω,εξαλείφω,διαχωρίζω,Αποσυνδέω,εκτινάσσω,εκβάλλω,αφαιρώ,(εκρίζω),εκριζώνω
embedding => ενσωμάτωση, embedded => ενσωματωμένο, embed => ενσωματώνω, embeam => ombeam, embayment => Κόλπος,