Greek Meaning of impact
επίδραση
Other Greek words related to επίδραση
- σύγκρουση
- σύγκρουση
- σκούντημα
- σοκ
- χτύπημα
- εξόγκωμα
- Σύνδρομο διάσεισης
- Επαφή
- συνάντηση
- χτύπημα
- Πρόσκρουση.
- κλοτσιά
- χτυπάω
- χτύπημα
- γροθιά
- χτύπημα
- Χαστούκι
- Απεργία
- κτύπημα
- Ράπισμα
- μπάσινγκ
- ξυλοδαρμός
- Μπουφές
- συντριπτικός
- σφυρηλάτηση
- Γυάλα
- σκουντάω
- συνάντηση
- ξυλοκοπάω
- ξυλοκόπημα
- Ραπ
- συντρίβω
- ξυλοδαρμός
- αγγίζω
Nearest Words of impact
Definitions and Meaning of impact in English
impact (n)
the striking of one body against another
a forceful consequence; a strong effect
influencing strongly
the violent interaction of individuals or groups entering into combat
impact (v)
press or wedge together; pack together
have an effect upon
impact (v. t.)
To drive close; to press firmly together: to wedge into a place.
impact (n.)
Contact or impression by touch; collision; forcible contact; force communicated.
The single instantaneous stroke of a body in motion against another either in motion or at rest.
FAQs About the word impact
επίδραση
the striking of one body against another, a forceful consequence; a strong effect, influencing strongly, the violent interaction of individuals or groups enteri
σύγκρουση,σύγκρουση,σκούντημα,σοκ,χτύπημα,εξόγκωμα,Σύνδρομο διάσεισης,Επαφή,συνάντηση,χτύπημα
αδυναμία,ανικανότητα,αδυναμία
impackment => καθαίρεση, impacable => αμείλικτος, imp => δαιμόνιο, imou pine => Ιμαλαΐων πεύκη, imogene coca => Imogen Coca,