Greek Meaning of clobbering
συντριπτικός
Other Greek words related to συντριπτικός
- μπάσινγκ
- χτύπημα
- ξυλοδαρμός
- σφυρηλάτηση
- χτύπημα
- ξυλοκοπάω
- ξυλοκόπημα
- ξυλοδαρμός
- κτύπημα
- Μπουφές
- Επαφή
- συνάντηση
- χτύπημα
- χτυπάω
- αυστηρή επικριτική
- συνάντηση
- γροθιά
- Ραπ
- Χαστούκι
- εξόγκωμα
- σύγκρουση
- Σύνδρομο διάσεισης
- σύγκρουση
- επίδραση
- Πρόσκρουση.
- Γυάλα
- σκούντημα
- σκουντάω
- κλοτσιά
- σοκ
- χτύπημα
- συντρίβω
- Απεργία
- αγγίζω
- Ράπισμα
Nearest Words of clobbering
- clobbers => δέρνει
- clock (in) => Ρολόι (σε)
- clock (out) => βγαίνω (από τη δουλειά)
- clock (up) => Λήγω
- clock in at => η ώρα προσέλευσης
- clocked => χρονομετρημένο
- clocked (out) => Σφραγισμένο (έξω)
- clocked in at => έφτασε για
- clocking (out) => χαρτογράφηση (εξόδου)
- clocking (up) => χρονομέτρηση (ώρας)
Definitions and Meaning of clobbering in English
clobbering
to criticize harshly, to hit with force, to defeat by a wide margin, to have a strongly negative impact on, to pound mercilessly, to defeat overwhelmingly, clothes sense 1
FAQs About the word clobbering
συντριπτικός
to criticize harshly, to hit with force, to defeat by a wide margin, to have a strongly negative impact on, to pound mercilessly, to defeat overwhelmingly, clot
μπάσινγκ,χτύπημα,ξυλοδαρμός,σφυρηλάτηση,χτύπημα,ξυλοκοπάω,ξυλοκόπημα,ξυλοδαρμός,κτύπημα,Μπουφές
No antonyms found.
clobbered => ξυλοκοπημένος, cloaks => Μανδύες, cloakrooms => βεστιάριο, cliquey => Κλίκα, cliques => κλίκες,