Greek Meaning of wallop
Ράπισμα
Other Greek words related to Ράπισμα
- σύγκρουση
- σύγκρουση
- επίδραση
- σκούντημα
- σοκ
- χτύπημα
- κτύπημα
- χτύπημα
- εξόγκωμα
- Σύνδρομο διάσεισης
- Επαφή
- συνάντηση
- χτύπημα
- Πρόσκρουση.
- Γυάλα
- σκουντάω
- κλοτσιά
- χτυπάω
- χτύπημα
- γροθιά
- Χαστούκι
- Απεργία
- μπάσινγκ
- ξυλοδαρμός
- Μπουφές
- συντριπτικός
- σφυρηλάτηση
- συνάντηση
- ξυλοκοπάω
- ξυλοκόπημα
- Ραπ
- συντρίβω
- ξυλοδαρμός
- αγγίζω
Nearest Words of wallop
Definitions and Meaning of wallop in English
wallop (n)
a forceful consequence; a strong effect
a severe blow
wallop (v)
hit hard
defeat soundly and utterly
wallop (v. i.)
To move quickly, but with great effort; to gallop.
To boil with a continued bubbling or heaving and rolling, with noise.
To move in a rolling, cumbersome manner; to waddle.
To be slatternly.
wallop (n.)
A quick, rolling movement; a gallop.
A thick piece of fat.
A blow.
wallop (v. t.)
To beat soundly; to flog; to whip.
To wrap up temporarily.
To throw or tumble over.
FAQs About the word wallop
Ράπισμα
a forceful consequence; a strong effect, a severe blow, hit hard, defeat soundly and utterlyTo move quickly, but with great effort; to gallop., A quick, rolling
σύγκρουση,σύγκρουση,επίδραση,σκούντημα,σοκ,χτύπημα,κτύπημα,χτύπημα,εξόγκωμα,Σύνδρομο διάσεισης
No antonyms found.
walloons => Βαλλόνοι, walloon => βαλλωνικός, wallis warfield windsor => Γουόλις Γουόρφιλντ Γουίνδσορ, wallis warfield simpson => Ουάλις Ουόρφιλντ Σίμπσον, walling => τοίχος,