Greek Meaning of walloping

εκκωφαντικός

Other Greek words related to εκκωφαντικός

Definitions and Meaning of walloping in English

Wordnet

walloping (n)

a sound defeat

Wordnet

walloping (s)

(used informally) very large

Webster

walloping (p. pr. & vb. n.)

of Wallop

FAQs About the word walloping

εκκωφαντικός

a sound defeat, (used informally) very largeof Wallop

αστρονομικός,αστρονομικός,προφυλακτήρας,κολοσσιαίος,τεράστιος,γίγαντας,γιγάντιος,τεράστιος,τεράστιος,μαμούθ

μικρό,λεπτό,μικρός,απειροελάχιστος,λιλιπούτειος,μικρός,μικρό,μικροσκοπικός,μικροσκοπικός,νάνος

walloper => walloper, walloped => χτύπησε, wallop => Ράπισμα, walloons => Βαλλόνοι, walloon => βαλλωνικός,