Greek Meaning of mighty
ισχυρός
Other Greek words related to ισχυρός
- επιδραστικός
- ισχυρός
- σημαντικός
- δυνατός
- βαρύς
- βαρύς
- σημαντικός
- Δυνατός
- εξέχων
- Δυνατός
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- ικανός
- αυταρχικός
- αυταρχικός
- αυταρχικός
- ικανός
- γιορτάζεται
- Ικανός
- δεσποτικός
- δικτατορικός
- εξαίρετος
- κυρίαρχος
- δυναμικός
- αποτελεσματικός
- αποδοτικός
- εξέχον
- Ενεργητικός
- διάσημος
- διάσημος
- δυναμικός
- μεγάλος, καταπληκτικός
- υψηλού επιπέδου
- διαπρεπής
- αυστηρός
- ευγενής
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- διαβόητος
- Εξαιρετικός
- περίβλεπτος
- Διάσημος
- robust
- κορυφαίο
- τυραννικός
- τυραννικός
- ζωηρός
Nearest Words of mighty
Definitions and Meaning of mighty in English
mighty (s)
having or showing great strength or force or intensity
mighty (r)
(Southern regional intensive) very; to a great degree
mighty (n.)
Possessing might; having great power or authority.
Accomplished by might; hence, extraordinary; wonderful.
Denoting and extraordinary degree or quality in respect of size, character, importance, consequences, etc.
A warrior of great force and courage.
mighty (adv.)
In a great degree; very.
FAQs About the word mighty
ισχυρός
having or showing great strength or force or intensity, (Southern regional intensive) very; to a great degreePossessing might; having great power or authority.,
επιδραστικός,ισχυρός,σημαντικός,δυνατός,βαρύς,βαρύς,σημαντικός,Δυνατός,εξέχων,Δυνατός
Ασθενής,ανήμπορος,ανίκανος,ασήμαντος,μικρός,ανίσχυρος,ασήμαντο,Αδύναμος,Ανώνυμος,εύθραυστος
mightless => ανίσχυρος, mightiness => ισχύς, mightily => πολύ, mighties => οι δυνατοί, might-have-been => θα μπορούσε να ήταν,