Greek Meaning of tyrannic

τυραννικός

Other Greek words related to τυραννικός

Definitions and Meaning of tyrannic in English

Wordnet

tyrannic (s)

characteristic of an absolute ruler or absolute rule; having absolute sovereignty

FAQs About the word tyrannic

τυραννικός

characteristic of an absolute ruler or absolute rule; having absolute sovereignty

Αρκετός,αυταρχικός,αυταρχικός,δεσποτικός,δικτατορικός,Αφέντης,καταπιεστικός,τυραννικός,απόλυτος,αντιδημοκρατικός

συνταγματικός,περιορισμένος,δημοκρατικός,νόμιμος,Ρεπουμπλικανικός,συγκρατημένος,περιορισμένος,περιγεγραμμένο

tyranni => Τυραννία, tyramine => Τυραμίνη, tyr => λάστιχο, typology => τυπολογία, typolithography => Τυπογραφία,